- χαμαίθεν
- Αεπίρρ. (εσφ. γρφ.) βλ. χαμᾱθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
χαμάθεν — και χαμαῑθεν Α επίρρ. χαμόθεν*. από κάτω («κάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί* + επιρρμ. κατάλ. θε(ν)*. Ο τ. χαμᾱθεν αναλογικά προς το χαμᾱζε] … Dictionary of Greek